κα Υπουργέ Παιδείας, Θρησκευμάτων & Αθλητισμού
Το Δ. Σ. του Α΄ Συλλόγου Αθηνών Εκπ/κών Π. Ε. επισημαίνει την αναγκαιότητα της άρσης της απαγόρευσης των δημοσίων υπαλλήλων από τη συμμετοχή τους στη διαδικασία της διδασκαλίας στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Ο αποκλεισμός αυτός πηγάζει μέσα από τις διατάξεις της περ. ε’ της παρ. 9 του άρθρου 173 του Ν. 4957/2022 περί «Εντεταλμένων Διδασκόντων» όπου ορίζεται ότι: «Δεν επιτρέπεται η απασχόληση ως εντεταλμένων διδασκόντων φυσικών προσώπων υπάλληλοι με σχέση δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου σε φορείς του δημοσίου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014». Μάλιστα, για τον προβληματικό χαρακτήρα της εν λόγω διάταξης τοποθετήθηκε ο Συνήγορος του Πολίτη, ο οποίος με την υπ’ αριθ. 331145/11654/06-03-2023 απόφασή του καλεί για την επανεξέταση της διάταξης της παρ. 9 του άρθρου 173 του Ν. 4957/2022 και για απαλοιφή της περίπτωσης ε, διασφαλίζοντας έτσι τις ισότιμες και δίκαιες προοπτικές πρόσβασης των δημοσίων υπαλλήλων σε θέσεις διδακτικού προσωπικού στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα.
Η ιδιαίτερη αυτή ομάδα διδακτόρων, αντλώντας εμπειρία από τα συναφή με την θέση τους καθήκοντα, με διακεκριμένο ερευνητικό έργο που αποκτήθηκε για να εκπονηθεί η διδακτορική τους διατριβή και έχοντας εμπειρία πολλές φορές στο έργο του διδάσκοντα δύναται να προσφέρει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Άλλωστε, όπως αναφέρεται και στην υπ’ αριθ. 331145/11654/06-03-2023 απόφαση του Συνηγόρου του Πολίτη τούτο «διασφαλίζει ισότιμες και δίκαιες προοπτικές πρόσβασης σε θέσεις διδακτικού προσωπικού στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα για όλες τις κατηγορίες των εργαζομένων, με κριτήριο την προσωπική αξία και ικανότητά τους».
Πλέον τούτου, η εξαίρεση νέων διδακτόρων ως εντεταλμένων διδασκόντων που έχουν και την ιδιότητα του υπάλληλου με σχέση δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου σε φορείς του δημοσίου τομέα, εγείρει και ζήτημα τήρησης της αρχής της αναλογικότητας, μιας και μολονότι αυτοί διαθέτουν κατά τα λοιπά τα ίδια τυπικά και ουσιαστικά προσόντα με τους υπόλοιπους μη εξαιρούμενους υποψηφίους για πλήρωση θέσεων και παροχή αυτοδύναμου διδακτικού έργου, αυτοί οι νέοι επιστήμονες εξαιρούνται. Επί τούτου, ακόμη και για την συμμετοχή σε διαδικασίες πλήρωσης θέσεων ΔΕΠ αποκλείονται από την δυνατότητα που τους παρέχει το ίδιο το αξίωμα του Διδάκτορα. Όλα τα παραπάνω επισημαίνονται και στην έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής επί του Νομοσχεδίου «Ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου – Πλαίσιο λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων» που αναρτήθηκε στην Κοινοβουλευτική Διαφάνεια στις 5/3/2024 (Πεδίο 23) επί των άρθρων 173 παρ. 9 στοιχ. Ε) του ιδίου νόμου και του άρθρου 113 (σσ. 56 – 57), όσον αφορά την σχετική μη τροποποίηση της απαίτησης ο υποψήφιος να έχει συμπληρώσει – αναλόγως της βαθμίδας της προκηρυσσόμενης θέσης ΔΕΠ από 3 έως 6 έτη εμπειρίας αυτοδύναμου διδακτικού έργου σε φορείς τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Η νομοθέτηση του κωλύματος ανάληψης διδακτικού έργου από υπαλλήλους των φορέων του δημοσίου τομέα, οι οποίοι διαθέτουν κατά τα λοιπά τα ίδια τυπικά και ουσιαστικά προσόντα (τίτλοι σπουδών, διδακτική εμπειρία, ερευνητικό και επιστημονικό έργο) με τους μη εξαιρούμενους υποψηφίους του ιδιωτικού τομέα για την πλήρωση των ίδιων θέσεων, δεν μπορεί να αιτιολογηθεί επαρκώς και λογικώς από τον νομοθέτη διότι δεν υπάρχουν ούτε αποχρώντες λόγοι δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογούν την διαφορετική και καταχρηστική αυτή μεταχείριση μίας συγκεκριμένης κατηγορίας εργαζομένων, δηλαδή των δημοσίων υπαλλήλων». Παρά τις ανωτέρω ενδεικτικώς τιθέμενες υπ’ όψη της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΑΙΘΑ παρεμβάσεις, οι οποίες τονίζουν και αποδεικνύουν την αδικία και την ανισότητα που προκαλεί η συγκεκριμένη διάταξη, εμποδίζοντας τους δημοσίους υπαλλήλους, κατόχους διδακτορικών τίτλων, να αξιοποιήσουν τις ακαδημαϊκές τους ικανότητες και γνώσεις, δεν έχει παρασχεθεί κάποια επαρκής απάντηση από πλευράς του ΥΠΑΙΘΑ, αλλά και δεν έχει λάβει χώρα κάποια ενέργεια προς την κατεύθυνση απαλοιφής της συγκεκριμένης παραγράφου, η οποία δεν διασφαλίζει ισότιμες και δίκαιες προοπτικές πρόσβασης σε θέσεις διδακτικού προσωπικού στα Α.Ε.Ι.
Επειδή, όπως έχει ήδη τεθεί κατ’ επανάληψη υπ’ όψη του ΥΠΑΙΘΑ, οι διατάξεις της περ. ε’ της παρ. 9 του άρθρου 173 του Ν. 4957/2022 πλήττουν τις αρχές της ισότητας, της ισονομίας και της δικαιοσύνης στην προοπτική πρόσβασης σε θέσεις διδακτικού προσωπικού στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και περαιτέρω ουδεμία επαρκής απάντηση έχει παρασχεθεί από πλευράς του ΥΠΑΙΘΑ, αλλά και δεν έχει λάβει χώρα καμία παρέμβαση προς την κατεύθυνση της άρσης της ως άνω υποδεικνυόμενης αδικίας καλούμε την πολιτική ηγεσία του ΥΠΑΙΘΑ να προβεί άμεσα στην κατάργηση των διατάξεων της περ. ε’ της παρ. 9 του άρθρου 173 του Ν. 4957/2022 αποκαθιστώντας την αδικία την οποία υφίστανται οι διδάκτορες υπάλληλοι του Δημοσίου, όπως επίσης στην άμεση άρση του αποκλεισμού των ωφελούμενων –εντεταλμένων διδασκόντων φυσικών προσώπων, υπαλλήλων με σχέση δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου σε φορείς του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οροθετείται στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν. 4270/2014 από τις προκλήσεις για την απόκτηση ακαδημαϊκής διδακτικής εμπειρίας σε νέους επιστήμονες κατόχους διδακτορικού μέσω ΕΣΠΑ.
Επιπρόσθετα με το άρθρο 57 του νόμου 5143/2024 του Υπουργείου Εσωτερικών «Ρυθμίσεις για τους χερσαίους συνοριακούς σταθμούς, την ενίσχυση των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και λοιπές διατάξεις» που ψήφισε η κυβέρνηση στη Βουλή, κατάργησε το μέχρι τώρα κατοχυρωμένο δικαίωμα των εκπαιδευτικών, να αξιοποιούν τις διαδικασίες της κινητικότητας και με εκούσιο τρόπο να μπορούν να ζητούν απόσπαση ή μετάταξη σε άλλες υπηρεσίες του δημόσιου τομέα. Εξαιρούνται, δηλαδή, οι εκπαιδευτικοί από το πεδίο εφαρμογής του Ενιαίου Σύστηματος Κινητικότητας (Ε.Σ.Κ.). Η διάταξη βάλλει συναδέλφους/-ισσες που είναι ήδη αποσπασμένοι/-ες, επί σειρά ετών, σε άλλες δημόσιες υπηρεσίες και διαθέτουν γνώση, πολύτιμη εμπειρία σε διοικητικά θέματα αλλά και άλλους που πιθανά επιθυμούν να συνεχίσουν την προσφορά τους ως μόνιμοι διοικητικοί υπάλληλοι στερώντας από πολλές υπηρεσίες τη δυνατότητα στελέχωσής τους με μόνιμο, έμπειρο και ήδη καταρτισμένο προσωπικό.
Η διαδικασία αυτή μέχρι και σήμερα τελούσε υπό έγκριση των Κ.Υ.Σ.Π.Ε. & Κ.Υ.Σ.Δ.Ε.
Η στόχευση της κυβέρνησης να περιστείλει άλλο ένα ακόμα δικαίωμα των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα, και δη των εκπαιδευτικών, αποκαλύφθηκε και από την ίδια την αιτιολογική έκθεση του ως άνω νόμου: «Με την προτεινόμενη ρύθμιση εξορθολογίζεται το ενιαίο σύστημα κινητικότητας και διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα της κινητικότητας των πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων, αλλά και η στελέχωση κρίσιμων υπηρεσιών, όπως τα σχολεία, τα σωφρονιστικά καταστήματα και τα νοσηλευτικά ιδρύματα και καταργούνται διατάξεις που ρύθμιζαν ευνοϊκότερα θέματα κινητικότητας υπαλλήλων που είχαν τεθεί σε διαθεσιμότητα”.
Αν η κυβέρνηση και η πολιτική ηγεσία του Υ.ΠΑΙ.Θ.Α., θέλουν πραγματικά να αντιμετωπίσουν τα κενά που υπάρχουν στα σχολεία, ας ικανοποιήσουν το χρόνιο αίτημα του οργανωμένου κινήματος των εκπαιδευτικών, για συνολική κάλυψή τους με διορισμούς μόνιμων εκπαιδευτικών και όχι με το γνωστό πρόσχημα του «εξορθολογισμού», να καταφεύγουν σε αυταρχικές και τιμωρητικές πρακτικές, στερώντας από τους/τις συναδέλφους εκπαιδευτικούς τη δυνατότητα συμμετοχής στην κινητικότητα του δημοσίου. Επειδή μια τέτοια πρακτική της κυβέρνησης, του ΥΠ.ΕΣ. και του Υ.ΠΑΙ.Θ.Α., δεν μπορεί να είναι ανεκτή από τον κλάδο, απαιτούμε την άμεση κατάργηση της συγκεκριμένης διάταξης.
O πρόεδρος H Γ. Γραμματέας
Δημήτρης Μαριόλης Άντα Παραφόρου