Απόφαση της τακτικής ΓΣ (1-6-2016): «Το σχολείο που βιώνουμε – το σχολείο που οραματιζόμαστε»

1526180_349657925174273_1313988076_n
Το παρακάτω κείμενο, αποτελεί συμβολή του Α΄ Συλλόγου Αθηνών Εκπαιδευτικών ΠΕ στον κύκλο συζητήσεων – εκδηλώσεων της ΔΟΕ με θέμα «Το σχολείο που βιώνουμε – το σχολείο που οραματιζόμαστε». Αποτελεί συνέχεια του κειμένου που κυκλοφορήσαμε ως Σύλλογος πριν ένα χρόνο με τίτλο: «Η δημόσια εκπαίδευση σε κατάσταση διάλυσης – ανάγκη άμεσων μέτρων. Πρόγραμμα αιτημάτων και διεκδικήσεων για την εκπαίδευση». Αξιοποιεί και επικαιροποιεί το συγκεκριμένο κείμενο, παλιότερες και σύγχρονες επεξεργασίες και προβληματισμούς παιδαγωγών καθώς και άλλα κείμενα που κυκλοφόρησαν το τελευταίο διάστημα. Σε αυτή τη μορφή, υπερψηφίστηκε στην τακτική ΓΣ του Ιουνίου του 2016.
Το παρακάτω κείμενο επιχειρεί να υποστηρίξει πέντε σημεία:
  1. Από το 1990 με τα ν/σχ Κοντογιαννόπουλου ως και σήμερα, για περισσότερα από 25 χρόνια, με πυξίδα και έμπνευση τις νεοφιλελεύθερες – νεοσυντηρητικές εκπαιδευτικές πολιτικές που προωθεί η ΕΕ και ο ΟΟΣΑ και συγκεκριμένα, με τις ποικιλώνυμες αναδιαρθρώσεις που προωθήθηκαν – με ιδιαίτερη μάλιστα ένταση στα χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης- η εκπαίδευση βρέθηκε μπροστά σε μια δομική επίθεση.
  2. Υπηρετώντας αυτές τις κατευθύνσεις, η κατ’ ευφημισμόν «νέα» παιδαγωγική είναι η παιδαγωγική του κατακερματισμού και της ποσοτικοποίησης, των νέων αναλυτικών προγραμμάτων που προωθούν το «πολιτικά ορθό» και το μεταμοντέρνο. Η «νέα» παιδαγωγική είναι η παιδαγωγική των ΕΣΠΑ και του ΟΟΣΑ. Το κλειστό και πειθαρχημένο κρατικό σχολείο, μεταλλάσσεται έτσι στο πολυκατακερματισμένο, φθηνό, ταξικό σχολείο της ευελιξίας, της αγοράς και της αποσπασματικής πληροφορίας.
  3. Το σημερινό τοπίο στην εκπαίδευση, διαμορφώθηκε από την αντιπαράθεση ανάμεσα στα αλλεπάλληλα κύματα αναδιαρθρώσεων και στις αντιστάσεις και τους αγώνες της εκπαιδευτικής κοινότητας.
  4. Στις συνθήκες της καπιταλιστικής κρίσης και της κυριαρχίας του μνημονιακού καθεστώτος, χρειάζεται να αγωνιστούμε ενάντια στις μνημονιακές αντιεκπαιδευτικές πολιτικές που σήμερα προωθούνται/υλοποιούνται με τον μανδύα του περίφημου «εθνικού διαλόγου για την παιδεία».
  5. Σε αντιπαράθεση με αυτές τις πολιτικές, σήμερα χρειαζόμαστε ένα νέο ενιαίο μορφωτικό/κοινωνικό σχέδιο για το δημόσιο δωρεάν σχολείο, μια συνολική καλά επεξεργασμένη πρόταση για το ενιαίο δημόσιο δωρεάν δωδεκάχρονο σχολείο και τη δίχρονη υποχρεωτική προσχολική αγωγή – αναπόσπαστο τμήμα μιας συνολικότερης στρατηγικής ριζικής κοινωνικής και εκπαιδευτικής χειραφέτησης. 

Α. Το σχολείο που βιώνουμε

PoreiaKontino1 (1)Από το 1990 με τα νομοσχέδια Κοντογιαννόπουλου ως και σήμερα, με πυξίδα και έμπνευση τις νεοφιλελεύθερες – νεοσυντηρητικές εκπαιδευτικές πολιτικές που προωθεί η ΕΕ και ο ΟΟΣΑ και συγκεκριμένα, με τις ποικιλώνυμες αναδιαρθρώσεις που προωθήθηκαν – με ιδιαίτερη μάλιστα ένταση στα χρόνια της κρίσης- η εκπαίδευση βρέθηκε μπροστά σε μια δομική επίθεση που στόχους είχε:

  • Ο άνθρωπος από εκπαιδευόμενος και εργαζόμενος να μετατραπεί σε καταρτίσιμο και απασχολήσιμο – που θα αλλάζει και δυο και τρεις δουλείες στη διάρκεια του εργασιακού του βίου.
  • Το μορφωτικό αγαθό από κοινωνικό αίτημα να μετατραπεί σε εμπορικό προϊόν και το σχολείο σε επιχείρηση.
  • Τα σχολεία, οι μαθητές και οι εκπαιδευτικοί να κατηγοριοποιηθούν οικοδομώντας ένα εκπαιδευτικό σύστημα πολλαπλών ταχυτήτων. Με κυρίαρχο εργαλείο για την επίτευξη αυτού του στόχου την ένταση των αξιολογικών διαδικασιών σε όλο το φάσμα της εκπαίδευσης – σχολικές μονάδες, εκπαιδευτικούς και μαθητές .
  • Οι εργασιακές σχέσεις στην εκπαίδευση να ανατραπούν και να ελαστικοποιηθούν.
  • Να ισχυροποιηθούν οι γραφειοκρατικές ιεραρχίες με απώτερο σκοπό τον έλεγχο και την ομοιομορφία του παραγόμενου εκπαιδευτικού έργου.
  • Την ανάδυση στη θέση του δημόσιου, δωρεάν και καθολικού σχολείου, ενός ευέλικτου σχολείου της αγοράς και του κέρδους.
Αυτή η στοχοθεσία διαμόρφωσε -στη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων- μια σειρά από αρχές που καθόρισαν τις ασκούμενες εκπαιδευτικές πολιτικές και συνοψίζονται στα ακόλουθα:
  • Η κρατική χρηματοδότηση για το δημόσιο σχολείο πρέπει να μειωθεί,
  • Κάθε μορφωτικό σχέδιο για τις λαϊκές τάξεις είναι ξεπερασμένη φενάκη, δεν τους χρειάζεται,
  • Η εκμάθηση μιας σειράς δεξιοτήτων τους αρκεί (από τα στοιχειώδη αγγλικά και τον χειρισμό κάποιων προγραμμάτων στον υπολογιστή ως την καλλιέργεια διάφορων “καλών τρόπων” από τη διατροφή ως την ανοχή της διαφοράς),
  • Η μόρφωση είναι ατομική υπόθεση και κάθε οικογένεια θα μορφώνει τα παιδιά της στο μέτρο των δυνατοτήτων της. Έτσι τα κοινωνικά στρώματα υψηλού μορφωτικού και οικονομικού κεφαλαίου θα διαιωνίζουν την κυριαρχία τους (εργασιακά, κοινωνικά, ιδεολογικά, πολιτικά) φοιτώντας στα ιδιωτικά σχολεία, στα πρότυπα, στα φροντιστήρια κ.λπ.
  • Η παιδαγωγική περιθωριοποιείται και συντηρητικοποιείται, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τοποθετείται το εκπαιδευτικό management. Κάθε εκπαιδευτική βαθμίδα αποκτά τόσο περισσότερη αξία όσο πιο δύσκολη ύλη πρέπει να μεταδώσει στους μαθητές. Στην εποχή της δικτατορίας της αγοράς, οι ανάγκες του παιδιού, η ανάγκη για ολόπλευρη μόρφωση, για παιχνίδι, για αυτοεκπλήρωση μέσα από μια μορφωτική διαδικασία, η ανάγκη εν τέλει για ένα σχολείο που θα μορφώνει και θα αρέσει στα παιδιά, όλα αυτά αποτελούν απλώς ένα μέρος της ρητορικής των υπουργών παιδείας, άλλες είναι οι πραγματικές στοχοθεσίες που προωθούνται. Η «νέα» παιδαγωγική είναι η παιδαγωγική του κατακερματισμού και της ποσοτικοποίησης, των «καινοτόμων» προγραμμάτων που προωθούν το «πολιτικά ορθό» και το μεταμοντέρνο. Η «νέα» παιδαγωγική είναι η παιδαγωγική των ΕΣΠΑ και του ΟΟΣΑ. Το κλειστό και πειθαρχημένο κρατικό σχολείο, μεταλλάσσεται έτσι στο πολυκατακερματισμένο, φθηνό σχολείο της ευελιξίας, της αγοράς και της αποσπασματικής πληροφορίας.
  • Αναπτύσσονται με κινηματογραφική ταχύτητα πολλές κατηγορίες σχολείων. Για παράδειγμα την πρωτοβάθμια, από τα 28 πιλοτικά ολοήμερα μέχρι τη σημερινή πολυδιάσπαση, με αποκορύφωμα το ΕΑΕΠ που εμπεδώνει έναν απίθανο κατακερματισμό, δίπλα στους άλλους τύπους σχολείων – κλασσικά, πειραματικά, πρότυπα. Πάνω σε αυτό το έδαφος είναι σχεδόν αδύνατον να αρθρωθεί ένα ενιαίο μορφωτικό σχέδιο.
  • Την ίδια στιγμή που το σχολείο πολυκερματίζεται το κράτος αυξάνει το συγκεντρωτικό έλεγχο πάνω σε αυτό επιχειρώντας να ελέγξει κάθε πτυχή της σχολικής ζωής. (πχ myscool). Η  πολυτυπία των σχολικών μονάδων  αυξάνει, γεγονός που εντείνει κατακόρυφα τους ταξικούς φραγμούς είτε με τη σημερινή πραγματικότητα των κεντρικών εξετάσεων είτε με οποιοδήποτε σχέδιο διαφοροποίησής τους. Στη σημερινή συνθήκη, ο τρόπος των εξετάσεων που οδηγούν από βαθμίδα σε βαθμίδα της εκπαίδευσης είναι κεντρικά ελεγχόμενος και καθορισμένος. Έτσι μαθητές από διαφορετικές κοινωνικές αφετηρίες, οι οποίοι έχουν παρακολουθήσει σε μεγάλο βαθμό διαφορετικά προγράμματα, καλούνται να εξεταστούν στην ίδια ακριβώς ύλη με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο χρόνο.
  • Τα νέα σχολικά βιβλία και η εξαιρετικά δύσκολη ύλη, διαμορφώνουν μια νέα σχολική πραγματικότητα. Στα σχολικά βιβλία του δημοτικού, κάθε άσκηση είναι και ένα νέο κεφάλαιο. Αυτοί οι παράγοντες, ευνοούν την επιστροφή σε ακόμα πιο παραδοσιακές διδακτικές μεθόδους και πιέζουν τους εκπαιδευτικούς να καταφεύγουν σε ένα απίστευτο καταιγισμό φωτοτυπίας, επαναληπτικών και τεστ, επιδιώκοντας ενστικτωδώς πολλές φορές, να κάνουν κατανοητό και προσπελάσιμο στους μαθητές τους τον δυσβάσταχτο όγκο της ύλης. Οι μαθησιακές δυσκολίες αντιμετωπίζονται με ψυχιατρικούς και όχι με εκπαιδευτικούς και κοινωνικούς όρους. Αυτή η εξέλιξη όμως σημαίνει το τέλος της αναζήτησης, της χαράς του καινούριου, της δημιουργικότητας και της κριτικής σκέψης και απειλεί να καταστήσει και τους εκπαιδευτικούς συνένοχους.
  • Αναπτύσσονται σχολικές δομές, ως προέκταση του κράτους πρόνοιας, όπως για παράδειγμα το ολοήμερο δημοτικό σχολείο και το ολοήμερο νηπιαγωγείο. Στόχος τους είναι, να καλύψουν, με το φθηνότερο δυνατό τρόπο και με αρκετά προβλήματα στις υποδομές αλλά κυρίως στην παιδαγωγική τους λογική, συγκεκριμένες ανάγκες που προκύπτουν από τις αλλαγές στην αγορά εργασίας. Στην σημερινή περίοδο, το κράτος, αργά αλλά σταθερά, αποσύρει αυτές τις δομές, ξεκινώντας από τις μεγαλύτερες τάξεις του δημοτικού.
  • Αποδομείται και απορρυθμίζεται η ειδική εκπαίδευση, τα τμήματα ένταξης και τα ειδικά σχολεία  αποψιλώνονται από μόνιμο εκπαιδευτικό, επιστημονικό και βοηθητικό προσωπικό, ενώ ταυτόχρονα προωθούνται δομές ελαστικές στη στήριξη των μαθητών όπως είναι η παράλληλη στήριξη. Μέσα από μια σειρά νόμων, αλλάζει ο προσανατολισμός της ειδικής εκπαίδευσης, με πυξίδα τις επιλογές της Ε.Ε. αλλά και του ΟΑΣΑ. Βασική επιδίωξη αποτελεί το σταδιακό κλείσιμο των δομών της ειδικής αγωγής και η ένταξη όλων των μαθητών στα γενικό σχολείο, πολιτική που πλήττει τα μορφωτικά δικαιώματα των μαθητών με αναπηρία. Τομείς της ειδικής εκπαίδευσης ιδιωτικοποιούνται, αρκετές πλέον ΜΚΟ αλλά και ιδιωτικά κέντρα υποστήριξης δραστηριοποιούνται σε αυτό το χώρο, παρέχοντας υπηρεσίες στα άτομα με αναπηρία, οι ιδιωτικές παράλληλες στηρίξεις πληθαίνουν συνεχώς στα σχολεία.
  • Αναδύεται μια νέα γενιά πανεπιστημιακού κατεστημένου και, αντίστοιχα, μια νέα γενιά διοικητικών και παιδαγωγικών στελεχών εκπαίδευσης, τα οποία δεν μεταφέρουν το βάρος της υπηρεσιακής παλαιότητας και τις κλαδικές παραδόσεις αλλά τον αέρα της ατομικής ανέλιξης και το θεωρητικό οπλοστάσιο του εκπαιδευτικού νεοφιλελευθερισμού, συνδυασμένο ενίοτε, με μια επίφαση προοδευτικότητας και ιδεολογικά δάνεια από τη νέα αγωγή.
  • Ατελείωτα ευρωπαϊκά κονδύλια «απορροφώνται» για να υποστηρίξουν ως επί το πλείστον, προγράμματα με τουλάχιστον αμφιλεγόμενα αποτελέσματα. Από το τεράστιο πρόγραμμα της εξομοίωσης δασκάλων και νηπιαγωγών μέχρι τα νέα αναλυτικά προγράμματα και τα διαδοχικά προγράμματα για το σχολικό εκφοβισμό.
  • Η σταθερή εργασία και η μονιμότητα στην εκπαίδευση, δίνει τη θέση της στην αποδόμηση των εργασιακών σχέσεων, στην ελαστική εργασία, στην ωρομισθία, στους μηδενικούς διορισμούς, στα χιλιάδες κενά στα σχολεία.

Β. Το σημερινό τοπίο στην εκπαίδευση – το σχολείο στα χρόνια της κρίσης

 loustros
  1. Το σχολείο υπηρετεί κοινωνικές και μορφωτικές ανάγκες. Στο παρόν πλαίσιο, προφανώς τις ανάγκες πρώτιστα των κυρίαρχων τάξεων, πάντα όμως αποτυπώνει το συσχετισμό δύναμης και ενσωματώνει τις αντιθέσεις του κοινωνικού συστήματος, γι αυτό και εξυπηρετεί με αντιφατικό τρόπο και ανάγκες των κυριαρχούμενων.
  2. Το σημερινό τοπίο στην εκπαίδευση, διαμορφώθηκε σε γενικές γραμμές, από την αντιπαράθεση ανάμεσα στα αλλεπάλληλα κύματα αναδιαρθρώσεων και στις αντιστάσεις και τους αγώνες της εκπαιδευτικής κοινότητας. Ο όρος «αντιστάσεις και αγώνες» νοηματοδοτείται τόσο από τις συλλογικές και συνειδητές μορφές αγώνα όσο και από την καθημερινή στάση των εκπαιδευτικών μέσα στο σχολείο, στο σύλλογο διδασκόντων, στη σχολική τάξη. Μια στάση που αποκλίνει ή καμιά φορά αντιστρατεύεται τις εκπαιδευτικές πολιτικές και την κυρίαρχη παιδαγωγική. Επομένως, ο όρος αυτός συμπεριλαμβάνει το σύνολο των τυπικών και άτυπων αντιστάσεων. Από τις απεργίες, τις διαδηλώσεις και το κίνημα ενάντια στην αξιολόγηση, μέχρι τις καθημερινές διδακτικές παρεμβάσεις που αποκλίνουν από τα επίσημα αναλυτικά προγράμματα και σε ορισμένες περιπτώσεις αποκτούν συλλογικό και συνειδητό χαρακτήρα.
  3. Η δημόσια εκπαίδευση βρίσκεται σε τροχιά αποδόμησης. Απέναντι σε αυτή τη δραματική κατάσταση, το εκπαιδευτικό κίνημα ορθώνει άμεσες διεκδικήσεις. Ξεχωρίζουμε τρεις:  Τους μαζικούς διορισμούς εκπαιδευτικών ώστε να καλυφθεί το τεράστιο κενό που δημιούργησαν οι 10.000 περίπου συνταξιοδοτήσεις και οι αντίστοιχοι μηδενικοί διορισμοί (μόλις 278) της τελευταίας εξαετίας. Το κρατικό πρόγραμμα σίτισης και περίθαλψης σε όλα τα σχολεία, ώστε να αντιμετωπιστούν τα φαινόμενα φτωχοποίησης των μαθητών μας που ολοένα και οξύνονται. Την άμεση κατάργηση ολόκληρου του νομοθετικού πλαισίου για την αξιολόγηση το οποίο έχει παγώσει κάτω από την πίεση του εκπαιδευτικού κινήματος, είναι όμως εν πλήρη ισχύ, έτοιμο ανά πάσα στιγμή να ενεργοποιηθεί. Στα παραπάνω θα πρέπει να προσθέσουμε το στοιχειώδες αίτημα της κοινωνικής ασφάλισης, που μεταξύ άλλων σημαίνει να αποχωρούμε από την εργασία σε ένα λογικό όριο ηλικίας με αξιοπρεπείς όρους ασφάλισης και περίθαλψης.
  4. Όλες αυτές οι διεκδικήσεις όμως, έρχονται σε ευθεία αντιπαράθεση με το μνημονιακό καθεστώς καθώς έχουν να αναμετρηθούν με το ισχύον μνημονιακό εκπαιδευτικό νομοθετικό πλαίσιο (π.χ. αξιολόγηση) και τις ασφυχτικές πολιτικές λιτότητας και περικοπών. Μάλιστα, οι πολιτικές περικοπών και μηδενικών διορισμών, σύντομα, μέσα και από τον «εθνικό διάλογο» θα μετασχηματιστούν και σε συγκεκριμένες σχολικές μορφές, π.χ. αναπροσαρμογή ωρολογίων προγραμμάτων, ωραρίου εκπαιδευτικών, ανακατανομή των ωρών δασκάλων/ειδικοτήτων. Οι σχολικές μορφές αυτές θα επικαλούνται τις μορφωτικές ανάγκες των μαθητών αλλά στην πραγματικότητα θα αποτελούν διαχείριση προσωπικού, δηλαδή, λειτουργία του σχολείου με το ελάχιστο δυνατό προσωπικό λόγω των μνημονιακών δεσμεύσεων.
  5. Η κυβέρνηση από την πλευρά της, με τον περίφημο «εθνικό και κοινωνικό διάλογο για την παιδεία» επιδιώκει τρεις στόχους: α. Να νομιμοποιήσει με την ευρύτερη δυνατή συμμετοχή τις αντιεκπαιδευτικές της μνημονιακές πολιτικές και δεσμεύσεις, β. Να ηγεμονεύσει με τις προτάσεις της στην αντιπαράθεση ιδεών και αρχών για το ζήτημα του σχολείου και γ. Να παγώσει κρίσιμα νομοσχέδια (αξιολόγηση, ΑΕΙ) που ανέτρεπαν μέρος του μνημονιακού νομοθετικού πλαισίου στην εκπαίδευση. Μάλιστα, για να αποσπάσει τη συναίνεση των εκπαιδευτικών, σκόπιμα συγχέει την έννοια της κατάθεσης και διεκδίκησης των αιτημάτων των εκπαιδευτικών και των συλλογικών/συνδικαλιστικών τους φορέων, που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα κάθε συνδικαλιστικής δράσης, με τη συμμετοχή στο διάλογο που αποτελεί μια διαδικασία η οποία καθιστά συνυπεύθυνους όλους τους συμμετέχοντες στο τελικό αποτέλεσμα.

Γ. Ποια είναι η αξία της συζήτησης για το σχολείο σήμερα;

 
Ποια είναι η αξία της συζήτησης για το σχολείο σε μια εποχή περικυκλωμένη, σε μια εποχή όπου οι αποφάσεις σάρωση0016έχουν μετατεθεί σε υπερεθνικούς οργανισμούς μακριά από κάθε πεδίο που μπορεί να επηρεαστεί από τη λαϊκή θέληση, σε μια εποχή όπου όλα μοιάζουν μάταια, στην εποχή δηλαδή της καπιταλιστικής κρίσης και του μνημονιακού καθεστώτος; Ξεχωρίζουμε δυο σημαντικά σημεία:  την αναγκαιότητα της οργανωμένης και συλλογικής αντίστασης στις μνημονιακές εκπαιδευτικές πολιτικές και την αναγκαιότητα άρθρωσης ενός αντίπαλου λόγου για την κοινωνία και το δημόσιο δωρεάν σχολείο. Ωστόσο, υπάρχει και ένας ακόμα σοβαρός παράγοντας που συνηγορεί στην αξία αυτής της συζήτησης:
Η εκπαιδευτική πολιτική σε επίπεδο θεσμών αφορά στα ζητήματα δομής της εκπαίδευσης (γενική/τεχνική εκπαίδευση, διάρκεια και σκοποί στοιχειώδους, μέσης και ανώτατης εκπαίδευσης, διάρκεια υποχρεωτικής εκπαίδευσης), γενικών στόχων και σκοπών της εκπαίδευσης, υλικών όρων (δαπάνες, κτήρια, προσωπικό, υλικοτεχνική υποδομή), του δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα, των αναλυτικών προγραμμάτων και σχολικών εγχειριδίων. Σε επίπεδο καθημερινότητας όμως, σημαίνει αυτό που πραγματικά συμβαίνει στις σχολικές τάξεις, εκεί όπου για παράδειγμα, το αναλυτικό πρόγραμμα και το σχολικό εγχειρίδιο διαμεσολαβείται από τον εκπαιδευτικό και τις πρακτικές που ακολουθεί. Η αποτελεσματικότητα των σχολικών μηχανισμών, επομένως η αποτελεσματικότητα των εκπαιδευτικών πολιτικών και η επιτυχία ή αποτυχία των αντι-εκπαιδευτικών αναδιαρθρώσεων, σε σημαντικό βαθμό, κρίνεται σε αυτό ακριβώς το κρίσιμο πεδίο της καθημερινής σχολικής πραγματικότητας.
Γι’ αυτό, η κυρίαρχη ιδεολογία μέσα από την ενεργοποίηση της πρωτοβουλίας και της επινοητικότητας των εκπαιδευτικών και, πολύ περισσότερο, μέσα από τις εκκλήσεις για καθημερινή επένδυση των παραπάνω στη σχολική πράξη, διεκδικεί την ψυχή και το μυαλό των εκπαιδευτικών, αφήνοντας την πολιτική και την κοινωνική πάλη έξω από τις καθημερινές πρακτικές. Ωστόσο, σε αυτό το κακοτράχαλο έδαφος της σχολικής πραγματικότητας, δηλαδή στη δική μας έδρα, είναι που συντρίφτηκαν οι πολιτικές της αξιολόγησης, του διοικητικού αυταρχισμού και της κατάργησης της δημοκρατίας του συλλόγου διδασκόντων το προηγούμενο διάστημα.
Βεβαίως, οι εκπαιδευτικοί δεν αποτελούν ένα ενιαίο και ομοιογενές σώμα ούτε από ιδεολογικοπολιτική ούτε από παιδαγωγική άποψη, επομένως, η συζήτηση στο εσωτερικό του κλάδου περιέχει και το στοιχείο της ιδεολογικής διαπάλης, των αντιπαραθέσεων, της κατάθεσης διαφορετικών ίσως και ανταγωνιστικών αντιλήψεων. Από την πλευρά μας θεωρούμε ότι η συμβολή της κριτικής ριζοσπαστικής παιδαγωγικής, η συγκρότηση και ανάπτυξη ενός τέτοιου ρεύματος στη βάση του κλάδου, μπορεί να αποτελέσει ισχυρό όπλο πάλης που θα ανατρέψει πολλά δεδομένα ακόμα και στην εποχή των μνημονίων.
Η συζήτηση αυτή, όπως ήδη σχολιάσαμε δεν γίνεται σε πολιτικό και κοινωνικό κενό. Επιπλέον, έχει μια ισχυρή αφετηρία. Στα πλαίσια του σημερινού σχολείου και κάτω από την πίεση του κινήματος, αποτυπωνόταν θετικά ο κοινωνικός και ταξικός συσχετισμός της προηγούμενης περιόδου: η σημαντική επίδραση των θεσμοθετημένων συλλογικών οργάνων που διαμόρφωναν ένα επίπεδο δημοκρατικής λειτουργίας, ένας βαθμός παιδαγωγικής αυτονομίας, μια κουλτούρα ανθρωπιστικής παιδείας και ένα αυξημένο ενδιαφέρον από το σώμα των εκπαιδευτικών για τα «παιδιά των πίσω θρανίων» που μεταφράζεται σε διδακτικούς αυτοσχεδιασμούς και εκπαιδευτικά αιτήματα για την υποστήριξή τους. Όλα αυτά αποτελούν κομμάτι μιας σημαντικής παράδοσης που πεισματικά αντιστέκεται στη νέα εποχή της εκπαιδευτικής νεοφιλελεύθερης ζούγκλας. Ωστόσο, απαιτείται να συνδεθούν σήμερα με ένα νέο προγραμματικό κοινωνικοπολιτικό  σχέδιο και ένα νέο οραματικό λόγο για το δημόσιο δωρεάν σχολείο των όλων και των ίσων. Διαφορετικά θα χαρακτηριστούν εξαιρέσεις, ανθρωπιστικά και συναισθηματικά υπολείμματα στα πλαίσια μιας “σοβαρής” και “επαγγελματικής” εργασίας που πρέπει να επιβιώσει και να προχωρήσει σε ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό περιβάλλον χωρίς τα «βαρίδια» του ρομαντισμού.

Δ. Το σχολείο που οραματιζόμαστε

9994501883_RgHwc
Η βασική παραδοχή μας λέει ότι: παραγωγή, οικονομία, κοινωνία και εκπαίδευση είναι άρρηκτα συνδεδεμένα και έτσι, οι εξελίξεις στην εκπαίδευση, ακολουθούν ή μάλλον απηχούν τη γενική τάση της νοητής καμπύλης των κεντρικών οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων των δυο τελευταίων δεκαετιών: ανάπτυξη-κέρδος-ύφεση-κρίση-μνημόνια. Με βάση αυτή την παραδοχή, υποστηρίζουμε ότι, σήμερα, χρειαζόμαστε ένα νέο μορφωτικό/κοινωνικό σχέδιο για το δημόσιο δωρεάν σχολείο – αναπόσπαστο τμήμα μιας συνολικότερης στρατηγικής ριζικής κοινωνικής και εκπαιδευτικής χειραφέτησης. Η διατύπωση ενός προγραμματικού λόγου για το μετασχηματισμό του σχολείου στα πλαίσια ενός ευρύτερου κινήματος, αποβλέπει, πέρα από τους μακροπρόθεσμους στόχους, άμεσα, να μειωθεί η συμβολή της εκπαίδευσης στην αναπαραγωγή των ταξικών/κοινωνικών ανισοτήτων και να αμφισβητηθεί έμπρακτα η αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας μέσα από το σχολικό θεσμό. Επιπλέον, διαμορφώνει και νοηματοδοτεί θετικά τα αιτήματα και τις διεκδικήσεις του εκπαιδευτικού κινήματος, τις αντιστάσεις και τους αγώνες του θέτοντας τους κεντρικούς στόχους της μορφωτική ισότητας και της διαμόρφωσης ελεύθερης κριτικής συνείδησης.  Σήμερα, ο αγώνας για ένα τέτοιο σχολείο, ακόμα και η διεκδίκηση ενός στοιχειώδους αιτήματος στα πλαίσια του σημερινού σχολείου, συνδέεται άμεσα με τον αγώνα ενάντια στο μνημονιακό καθεστώς,  με την ανάγκη ενός ευρύτατου μετώπου ρήξης και σύγκρουσης με την ΕΕ, το ΔΝΤ και τις μνημονιακές κυβερνήσεις, με τον αγώνα για την ανατροπή των μνημονίων της λιτότητας και των περικοπών, για μια άλλη, φιλολαϊκή διέξοδο από την κρίση.
Το σχέδιο αυτό, οφείλει να αναμετρηθεί με κάποια στοιχειώδη ερωτήματα: Ποιοι πρέπει να είναι οι σκοποί και οι στόχοι της εκπαίδευσης; Ποιος πρέπει να είναι ο προσανατολισμός της εκπαίδευσης και με ποιες βαθύτερες κοινωνικές διεργασίες και μετασχηματισμούς συνδέονται αυτά; Αυτό το πρωταρχικό ερώτημα, θέτει τις πολιτικές, κοινωνικές και ιδεολογικές παραδοχές με βάση τις οποίες δομείται μια αντίληψη για την εκπαίδευση. Θέτει και τις αφετηρίες από τις οποίες ασκείται η κριτική, η απόρριψη και η αντίσταση στην κυρίαρχη παιδαγωγική. Αποτελεί δηλαδή την πυξίδα και το χάρτη χωρίς τα οποία είναι εμφανής ο κίνδυνος να πέφτει κανείς σε διαδοχικές αντιφάσεις, επιμέρους κριτικές, αποσπασματικές ή επιφανειακές πολεμικές που αφορούν πλευρές της αναδιάρθρωσης αλλά όχι την ουσία της.
Τα παρακάτω σημεία αποτελούν μια πρώτη συμβολή στη συλλογική διαμόρφωση απαντήσεων από το εκπαιδευτικό κίνημα, μια πρώτη συμβολή στη συλλογική διαμόρφωση ενός τέτοιου σχεδίου:
Η κριτική ριζοσπαστική παιδαγωγική, μέσα στο χώρο αντιθέσεων του παρόντος, επιδιώκει να συμβάλλει στη διαμόρφωση ενός ανθρώπου ο οποίος θα συνεργήσει στη δημιουργία μιας κοινωνίας χωρίς αντιφάσεις, ώστε να απαλλαγεί και ο ίδιος από τις αντινομίες μέσα στις οποίες είναι τώρα υποχρεωμένος να ζει. Ενός ανθρώπου με ισόρροπη σωματική, γνωστική, ηθική και καλλιτεχνική ανάπτυξη που καλλιεργεί τη σωματική του ευεξία, κατακτά ακαδημαϊκές και γενικές γνώσεις που προσφέρουν ευρεία και ουσιαστική ανθρωπιστική μόρφωση, καθώς και επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις και ικανότητες οι οποίες αναφέρονται στους βασικούς κλάδους παραγωγής, δηλαδή αποκτά πολυτεχνική μόρφωση. Ενός ανθρώπου που προσπαθεί συστηματικά να προσεγγίσει ιδανικά όπως η αλληλεγγύη, η συντροφικότητα, η αυτοθυσία για το δημόσιο συμφέρον και η γενναιότητα της υπέρβασης του ατομικισμού. Που εκτιμά και απολαμβάνει τις καλλιτεχνικές μορφές έκφρασης. Με αυτή την έννοια, η κριτική ριζοσπαστική παιδαγωγική μπορεί να λειτουργήσει ως μια από τις κινητήριες δυνάμεις για την ανέλιξη της κοινωνίας όταν συνδέεται με ευρύτερα κινήματα κοινωνικής χειραφέτησης και όταν αποκτά έμπρακτο περιεχόμενο και δεν περιορίζεται σε θεωρητικά σχήματα.
Η εκπαιδευτική δομή που υπηρετεί αυτούς τους σκοπούς είναι το ενιαίο δωδεκάχρονο υποχρεωτικό δημόσιο δωρεάν σχολείο (στο εξής αναφέρεται ως «ενιαίο σχολείο» για λόγους συντομίας) και η δίχρονη υποχρεωτική προσχολική αγωγή. Το ενιαίο σχολείο αποτελεί την απάντηση που υπερβαίνει τη διάκριση γενικής και τεχνικής εκπαίδευσης αλλά και τη διάκριση δημόσιας και ιδιωτικής εκπαίδευσης. Αποτελεί σημαντική κοινωνική στήριξη στην εργαζόμενη λαϊκή πλειοψηφία καθώς παρέχει δωρεάν υψηλού επιπέδου μόρφωση στα παιδιά της για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Το ενιαίο σχολείο είναι υποχρεωτικό για όλα τα παιδιά και δεν περιλαμβάνει στο εσωτερικό του εξεταστικούς φραγμούς. Καταργεί τη διάκριση σε βαθμίδες εκπαίδευσης και τα διαφοροποιητικά αναλυτικά προγράμματα τα οποία ορίζουν ότι ορισμένοι τύποι μαθητών  κατευθύνονται προς την επαγγελματική εξάσκηση και άλλοι αναπτύσσουν τον θεωρητικό τρόπο σκέψης και χαρακτηρίζουν ως γνώσεις αυξημένου κύρους τις θεωρητικές υποβαθμίζοντας τις χειρωνακτικές ως κατώτερες γνώσεις.
Το ενιαίο σχολείο λειτουργεί με βάση ενιαία αναλυτικά προγράμματα και στόχους, παρέχει ομοιογενή εκπαίδευση, τουλάχιστον σε ότι αφορά ένα βασικό σώμα γνώσεων , για όλα τα παιδιά σχολικής ηλικίας. Το αναλυτικό πρόγραμμα πρέπει να είναι ενιαίο για να μην υπάρχουν συνεχείς επικαλύψεις.  Η λογική να διδασκόμαστε τα ίδια θέματα σε διαφορετικό επίπεδο δυσκολίας και εμβάθυνσης έκρυβε την άρρητη παραδοχή ότι κάποια παιδιά θα εγκατέλειπαν το σχολείο και δεν θα συμπλήρωναν την εννιάχρονη υποχρεωτική, άρα έπρεπε να μάθουν λίγο από όλα. Εμείς υπερασπιζόμαστε δώδεκα χρόνια βασικών σπουδών για όλους όπου η ύλη του αναλυτικού προγράμματος δεν θα πρέπει να έχει επικαλύψεις και θα  καθορίζεται από τις μαθησιακές δυνατότητες των μαθητών σε κάθε ηλικία. Εντός αυτού του συστήματος θα πρέπει να ενισχυθεί η ελευθερία  του διδάσκοντα και του συλλόγου διδασκόντων να προσαρμόζει την ύλη των αναλυτικών προγραμμάτων στις δυνατότητες και τις κλίσεις των μαθητών του στην κατεύθυνση πάντα των ενιαίων κεντρικών στόχων.
Το ενιαίο σχολείο προσαρμόζει τις διδακτικές μεθόδους και τα αναλυτικά του προγράμματα ανάλογα με τις ηλικίες των μαθητών. Γι’ αυτό, στις μικρότερες ηλικίες (6-12 ετών), κυριαρχεί η ενιαία διδασκαλία από το/τη δάσκαλο/α, η οποία πλαισιώνεται με τις απαραίτητες ειδικότητες, ενώ στις μεγαλύτερες ηλικίες, κυριαρχεί η διδασκαλία διακριτών γνωστικών αντικειμένων από τις αντίστοιχες ειδικότητες εκπαιδευτικών.
Στο βασικό σώμα των γνώσεων που παρέχονται σε όλα τα παιδιά, πρέπει να περιλαμβάνεται η διδασκαλία της γλώσσας, των φυσικών επιστημών , των μαθηματικών  και των επιστημών του ανθρώπου και των  καλλιτεχνικών δημιουργημάτων του πολιτισμού:
Η διδασκαλία της γλώσσας θα πρέπει να αντιμετωπίζει το γλωσσικό όργανο ως βασικό και αναντικατάστατο εργαλείο σκέψης και έκφρασης. Δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται μηχανιστικά ως  μέσο  στοιχειώδους επικοινωνίας, όπως σήμερα, αλλά να δίνει στο μαθητή τη δυνατότητα να γνωρίσει τις πολλαπλές δυνατότητες της γλώσσας του  από τις πιο απλές έως τις πιο ανεπτυγμένες μορφές της και να καλλιεργήσει τις διανοητικές  του δυνάμεις και τα εκφραστικά του μέσα.
Η διδασκαλία των μαθηματικών θα πρέπει να οδηγεί τους μαθητές στην καλλιέργεια μαθηματικής σκέψης, στη σύνδεση των νόμων των μαθηματικών τόσο με την καθημερινή ζωή όσο και με τις άλλες επιστήμες. Η διδασκαλία των φυσικών επιστημών θα πρέπει να οδηγεί τους μαθητές τόσο  στην κατανόηση των φυσικών νομοτελειών όσο  και στην εκμάθηση των εμπειρικών μεθόδων έρευνας που κατεξοχήν χρησιμοποιούν οι επιστήμες αυτές. Οι μαθητές πρέπει να εξασκούνται  στον ορθολογικό τρόπο σκέψης τόσο μέσα από τη διδασκαλία των φυσικών επιστημών όσο και των μαθηματικών.
Η διδασκαλία των κοινωνικών – ανθρωπιστικών επιστημών θα πρέπει να οδηγεί τους μαθητές να κατανοούν τους νόμους που ρυθμίζουν την δημιουργία και ανάπτυξη των κοινωνιών, την ιστορία και την εξέλιξη τους. Βαθμιαία θα πρέπει να βοηθά το μαθητή να κατανοεί τη θέση του στην κοινωνία και τους παράγοντες που την καθορίζουν.  Πρέπει επίσης να καθιστά τους μαθητές ικανούς να αναπτύξουν πολιτική δράση, συμμετέχοντας στα κοινά. Να εγκαταλειφθεί η εθνοκεντρική/ευρωκεντρική θεώρηση της ιστορίας της ανθρωπότητας , η οποία αποδίδει στην Ευρώπη την αρχή όλων των ανακαλύψεων και κάθε μορφής προόδου. Να εισαχθούν στοιχεία γεωγραφικής και εθνογραφικής γνώσης, κατάλληλα να κάνουν το παιδί να συνεχίσει να αποδέχεται τη διαφοροποίηση των εθίμων και των συστημάτων σκέψης.
Ο μαθητής πρέπει να αξιολογεί κριτικά όσα πρεσβεύουν οι φυσικές επιστήμες και οι επιστήμες του ανθρώπου. Η διδασκαλία τους θα πρέπει να λειτουργεί ως  αντίδοτο  απέναντι στον ανορθολογισμό και τον φανατισμό.
Η διδασκαλία της ξένης γλώσσας σε υψηλό επίπεδο, πρέπει να ολοκληρώνεται για το σύνολο του μαθητικού πληθυσμού και να οδηγεί στην παροχή κρατικού πιστοποιητικού γλωσσομάθειας για όλα τα παιδιά.
Η διδασκαλία των καλλιτεχνικών μαθημάτων  πρέπει να οδηγεί τους μαθητές να κατανοήσουν  την αξία της τέχνης στην εξέλιξη του πολιτισμού και να τους καταστήσει ικανούς να εκτιμήσουν και να απολαύσουν τα  έργα τέχνης πχ ως ακροατές, αναγνώστες κτλ. Δεν φιλοδοξεί να καταστήσει τους μαθητές καλλιτέχνες, φιλοδοξεί ωστόσο να  τους επιτρέψει να ανακαλύψουν και να καλλιεργήσουν τις καλλιτεχνικές τάσεις που όλοι οι άνθρωποι διαθέτουμε. Τα μαθήματα της αισθητικής αγωγής, ειδικά  στις μικρότερες ηλικίες, πρέπει να διαπερνούν τη διδασκαλία όλων των μαθημάτων, να εντάσσονται αρμονικά σε ένα ενιαίο αναλυτικό πρόγραμμα, σε ένα ενιαίο μορφωτικό σχέδιο, να διαπερνούν όλες τις διδακτικές ώρες, προγραμματίζονται και διδάσκονται, αξιοποιώντας: Την αυτοτελή διδασκαλία, τις εργαστηριακές ώρες, την παράλληλη διδασκαλία, τη συνδιδασκαλία και τους ομίλους ειδικών ενδιαφερόντων.
Η ανάγκη για άθληση και σωματική ευεξία, προϋποθέτει τη σημαντική αύξηση των ωρών γυμναστικής σε όλες τις τάξεις του ενιαίου σχολείου και την οργάνωση της αντίστοιχης υποδομής που θα στεγάσει και θα στηρίξει τις σχολικές αθλητικές δραστηριότητες.
– Η σύγχρονη εκπαίδευση  θα πρέπει να εμπλουτίζεται με την εκμάθηση και τη χρήση των σύγχρονων τεχνολογικών μέσων. Η χρήση τους θα πρέπει να αφορά και να επεκτείνεται στο σύνολο των μαθημάτων του αναλυτικού προγράμματος και να αντιμετωπίζονται ως  ένα ακόμη μέσω εκμάθησης παρά ως ανεξάρτητο μάθημα τουλάχιστον για τις μικρότερες ηλικίες (6-12 ετών). Επίσης, στις μικρές ηλικίες, η προσέγγιση γνώσεων και ικανοτήτων της σύγχρονης τεχνολογίας πρέπει να διαπερνούν τη διδασκαλία όλων των μαθημάτων, να εντάσσονται αρμονικά σε ένα ενιαίο αναλυτικό πρόγραμμα, σε ένα ενιαίο μορφωτικό σχέδιο, να διαπερνούν όλες τις διδακτικές ώρες, να προγραμματίζονται και διδάσκονται, αξιοποιώντας: Την αυτοτελή διδασκαλία, τις εργαστηριακές ώρες, την παράλληλη διδασκαλία, τη συνδιδασκαλία και τους ομίλους ειδικών ενδιαφερόντων
Όπως ήδη αναφέρθηκε, το ενιαίο σχολείο ενσωματώνει στο πρόγραμμά του όλες τις μορφωτικές, αθλητικές και καλλιτεχνικές δραστηριότητες για τις οποίες σήμερα η λαϊκή οικογένεια (όταν έχει τη δυνατότητα) πληρώνει ακριβά για τα παιδιά της. Επιπλέον, πέρα από ένα βασικό ενιαίο σώμα εκπαίδευσης που παρέχει σε όλα τα παιδιά ενσωματώνοντας αυτά τα αντικείμενα, καλλιεργεί τις ιδιαίτερες κλίσεις και ενδιαφέροντά τους. Σε αυτή την κατεύθυνση, οι ζώνες ελεύθερης δραστηριότητας, εντός του σχολικού προγράμματος, με μόνιμο εκπαιδευτικό και βοηθητικό προσωπικό, πρέπει να παρέχουν δωρεάν τη δυνατότητα συμμετοχής σε όλα τα παιδιά με βάση τα ενδιαφέροντα και τις ιδιαίτερες κλίσεις τους.
Οι μέθοδοι που επιλέγονται για τη διδασκαλία όλων των παραπάνω, πρέπει να εμπλέκουν ενεργά το μαθητή στη διαδικασία της γνώσης, να τον βοηθούν να την κατακτά με την ενεργή συμμετοχή του, να προωθούν τις ομαδοσυνεργατικές διαδικασίες και να προσαρμόζονται  στον τρόπο που μαθαίνει το παιδί σε κάθε ηλικία.
Τα αναλυτικά προγράμματα και σχολικά εγχειρίδια πρέπει, υπηρετώντας τις παραπάνω στοχεύσεις και εξειδικεύοντάς της ανά σχολική τάξη, να αντιστοιχούν στο στόχο της γενικής μόρφωσης και της ανάπτυξης της κριτικής σκέψης όλου του μαθητικού πληθυσμού. Να αναγνωρίζουν τη διπλή αξία της σχολικής γνώσης και μόρφωσης, αφενός για τη συνολική υπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης και αφετέρου για την υπόθεση καλλιέργειας κάθε μαθητή ξεχωριστά.
Το σχολείο πρέπει να καλλιεργεί την ικανότητα των μαθητών να σκέπτονται, να διατυπώνουν τις απόψεις τους, να διαμορφώνουν κριτική σκέψη και συνείδηση. Στο σχολείο πρέπει και μπορούν να αποτελούν αντικείμενο διδασκαλίας, μελέτης, επεξεργασίας και συζήτησης, τα κρίσιμα κοινωνικά προβλήματα που αφορούν τη λαϊκή οικογένεια και τα παιδιά της. Τα ζητήματα της εργασίας, της φτώχειας, της μετανάστευσης, των ανισοτήτων, της αλληλεγγύης, όλες οι «ενοχλητικές» κοινωνικές θεματικές που εξορίστηκαν επιμελώς από το σώμα των νέων σχολικών βιβλίων για να επικρατήσει το μεταμοντέρνο και το εφήμερο. Η καλλιέργεια κριτικής συνειδητοποίησης των μαθητών μας, αποτελεί σπουδαίο καθήκον των εκπαιδευτικών ακόμα και στις πολύ δύσκολες σημερινές συνθήκες. Συνιστά κρίσιμο στόχο για την κριτική ριζοσπαστική παιδαγωγική. Σε αυτή την κατεύθυνση, ως Σύλλογος, θα συνεχίσουμε να δρούμε με συνέπεια το έργο της συλλογικής δημιουργίας, συγκέντρωσης και δημοσίευσης ελεύθερου εναλλακτικού διδακτικού υλικού το οποίο, ανάμεσα σε άλλα, στηρίζει και τη συλλογική εργασία εκπαιδευτικών και μαθητών για κρίσιμα κοινωνικά ζητήματα. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα αφιερώματα διδακτικού υλικού που μέχρι τώρα έχουμε επεξεργαστεί συλλογικά και έχουμε αναρτήσει στην ιστοσελίδα μας για την υποστήριξη διδασκαλιών: Εκπαιδευτικό υλικό για την 25η Μάρτη, Πόλεμος, Προσφυγιά, Μετανάστευση: διδακτικό υλικό, Εκπαιδευτικό υλικό για την 17η Νοέμβρη, Εκπαιδευτικό υλικό για τα Χριστούγεννα, Εκπαιδευτικό υλικό για την 17η Νοέμβρη, Εκπαιδευτικό υλικό για την 28η Οκτωβρίου, Εργατική πρωτομαγιά και εργατικό τραγούδι, Διδακτικό υλικό για την Πρωτομαγιά και την εργασία, Εκπαιδευτικό υλικό για τον ρατσισμό και την διαφορετικότητα, ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΤ” ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ
Το σχολείο πρέπει να στοχεύει στην μορφωτική ισότητα. Αυτή η αρχή κινείται σε εντελώς αντίθετη λογική με το ιδεολόγημα των «ίσων ευκαιριών». Ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες, που οι κοινωνικές ανισότητες απογειώνονται και τα φαινόμενα φτωχοποίησης οξύνονται, εντείνεται η σχολική αποτυχία και η μαθητική διαρροή από τα χρόνια ακόμα της εννιάχρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Σήμερα λοιπόν, η αρχή της μορφωτικής ισότητας απαιτεί τη θετική διάκριση υπέρ εκείνων που αντιμετωπίζουν περισσότερες δυσκολίες. Αυτό σημαίνει αναβαθμισμένες υποστηρικτικές δομές, τμήματα ένταξης, τμήματα ενισχυτικής διδασκαλίας και παράλληλης στήριξης. Σημαίνει ενίσχυση και στήριξη της ειδικής αγωγής σε αντιπαράθεση με τις πολιτικές αποδόμησής της. Ωστόσο, η συνειδητοποίηση ότι η αντισταθμιστική εκπαίδευση δεν μπορεί να επηρεάσει τα χαρακτηριστικά των μαθητών που οφείλονται στην κοινωνική ανισότητα μας ενισχύει την αρχική μας θέση, ότι ο αγώνας μας για ένα ενιαίο μορφωτικό σχέδιο για να είναι αποτελεσματικός πρέπει να συνδέεται με ένα ευρύτερο κίνημα κοινωνικής χειραφέτησης και απελευθέρωσης: Ο αγώνας για μορφωτική ισότητα είναι μέρος του αγώνα για την οικονομική, κοινωνική και πολιτική ισότητα.
Το σχολείο πρέπει να είναι ακριβό. Το σχολείο χρειάζεται εκπαιδευτικούς, επιστημονικό προσωπικό (π.χ. ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς κλπ), βοηθητικό προσωπικό (φύλακες, καθαριστές/στριες, κλπ.), με μόνιμη και σταθερή εργασία. Χρειάζεται κατάλληλους χώρους και υποδομές. Χρειάζεται βιβλιοθήκες, εργαστήρια, χώρους άθλησης και πολιτισμού, χώρους χαλάρωσης και σίτισης. Χρειάζεται επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, οργανωμένη σε διάφορα επίπεδα και συνδεδεμένη με τη διδακτική πράξη, κάτι που απαιτεί εκπαιδευτικές άδειες. Για όλους αυτούς τους λόγους είναι απαραίτητη η αύξηση των δαπανών για την παιδεία στο 15% του ΓΚΠ.
Το σχολείο πρέπει να χάνει χρόνο. Να δίνει δηλαδή στους μαθητές τη δυνατότητα να αφομοιώσουν ενεργητικά τις παρεχόμενες γνώσεις σε χρόνους οι οποίοι διαφέρουν από άτομο σε άτομο. Γι’ αυτό η ύλη των προσφερόμενων μαθημάτων θα πρέπει να έχει τέτοια έκταση ώστε να ευνοεί την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και όχι την στείρα συσσώρευση γνώσης.  Πλήθος παιδαγωγικών ερευνών έχουν καταδείξει ότι μαθητές από στερημένα οικονομικά και πολιτιστικά περιβάλλοντα μπορούν να φτάσουν στο ίδιο επίπεδο κατανόησης της ύλης με τους συμμαθητές τους από πιο ευνοημένα κοινωνικά στρώματα αν τους δοθεί περισσότερος χρόνος. Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η μείωση της ύλης και η ανακατανομή της στα πλαίσια του δωδεκάχρονου σχολείου. Γι΄ αυτό χρειάζονται νέα αναλυτικά προγράμματα και βιβλία που θα υπηρετούν τόσο τους γνωστικούς στόχους όσο και τους στόχους της κριτικής συνείδησης και της μορφωτικής ισότητας. Γι΄ αυτό απαιτείται η μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα με βάση τα αιτήματα που έχει διατυπώσει το εκπαιδευτικό κίνημα ώστε να παρέχεται ποιοτικότερη εκπαίδευση, να υπάρχει δυνατότητα ομαδικής εργασίας και εξατομικευμένης διδασκαλίας.
Το σχολείο πρέπει να είναι χώρος δημιουργίας και χαράς και όχι καταναγκασμού. Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να οραματιστούμε μια νέα σχέση μεταξύ της πειθαρχίας που απαιτεί η γνώση και του σεβασμού της παιδικής ηλικίας και των παιδικών αναγκών και ενδιαφερόντων. Μια σχέση που δεν θα μετατρέπει το σχολείο σε χώρο καταναγκασμού αλλά, από την άλλη, δεν θα υποτάσσεται και στις αυθόρμητες επιθυμίες των παιδιών, θα ξεκινά από τις ανάγκες και τα βιώματα τους για να υπηρετήσει μορφωτικούς και κοινωνικούς στόχους. Μια σχέση που θα υπηρετεί την  ανάγκη για ολόπλευρη μόρφωση, για παιχνίδι, για αυτοεκπλήρωση μέσα από μια μορφωτική διαδικασία, θα υπηρετεί το στόχο για ένα σχολείο που θα μορφώνει και θα αρέσει στα παιδιά. Μια σχέση που δεν μετριέται με τα ποσοτικά κουτάκια των δεικτών της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας.
Το σχολείο πρέπει να λειτουργεί συλλογικά ως κοινότητα με όρους δημοκρατίας και παιδαγωγικής ελευθερίας. Η κοινότητα αυτή δεν μπορεί να δέχεται παθητικά προσταγές αλλά πρέπει να παίζει ενεργητικό ρόλο στη διαμόρφωση των ειδικών και γενικών κατευθύνσεων της εκπαίδευσης. Ρόλο πρωτοπορίας στο χώρο της παιδείας δεν μπορεί να μην παίζουν αυτοί που δουλεύουν με επιστημονικό ή εφαρμοσμένο τρόπο μέσα στους χώρους της. Η ελευθερία, η συλλογική λειτουργία και η αυτοπειθαρχία μέσα στο σχολείο είναι βασικές προϋποθέσεις για τη λειτουργία του. εκπαιδευτικοί και μαθητές πρέπει να παίζουν κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση του χώρου μέσα στον οποίο ζουν. Ο μαθητής συμμετέχει στη μάθηση και δεν τη δέχεται παθητικά. Η συμμετοχή του ακολουθεί ορισμένες διαδικασίες και δεν είναι επιφανειακή. Γι’ αυτό, βασικό στοιχείο της εργασίας στη σχολική τάξη πρέπει να είναι ο σταθερός ομαδικός της χαρακτήρας που καταπολεμά τον ατομικισμό και καλλιεργεί την αλληλεγγύη, ξεπερνά τη λογική της μηχανιστικής μετάδοσης της γνώσης, προωθεί τη δημοκρατική λειτουργία της σχολικής τάξης και τη συνειδητή πειθαρχία. Ο Σύλλογος Διδασκόντων ως ανώτερο και κυρίαρχο όργανο, πρέπει να έχει αναβαθμισμένο διοικητικό και παιδαγωγικό ρόλο και θεσμοθετημένη πρωταγωνιστική θέση στη διαδικασία προγραμματισμού-σχεδιασμού, του εκπαιδευτικού έργου. Με συχνές, τακτικές συνεδριάσεις όπου συλλογικά συζητούνται και αντιμετωπίζονται όλα τα παιδαγωγικά ζητήματα. Με προγραμματισμό του διδακτικού έργου σε τοπικά/κεντρικά αιρετά συλλογικά όργανα. Με διευθυντή/συντονιστή, αιρετό και ανακλητό συνάδελφο που θα έχει διδακτικά καθήκοντα και τις ίδιες μισθολογικές απολαβές με όλους τους υπόλοιπους εκπαιδευτικούς και ανώτατο όριο θητείας.
Όλα τα παραπάνω, δεν είναι παρά μια μικρή συμβολή στη συλλογική προσπάθεια να διαμορφώσουμε προγραμματικό λόγο για το σχολείο. Ωστόσο, πραγματικές διεκδικήσεις για το σχολείο θα υπάρξουν στο βαθμό που υπάρξουν πραγματικοί συλλογικοί αγώνες για το περιεχόμενο της δουλειάς μας. Χωρίς τη πολιτικοποίηση  και τη συλλογική οργάνωση του καθημερινού αγώνα της τάξης,  οι διεκδικήσεις που θα  προκύψουν από ομάδες μελέτης και εργασίας, μπορεί να αποτελέσουν άψυχα αιτήματα που θα διακοσμούν το λόγο της Ομοσπονδίας, όμως δεν θα μπορέσουν ποτέ να  αποτελέσουν πραγματικά αιτούμενα. Με αυτή την έννοια οι διεκδικήσεις μας αντικατοπτρίζουν τους αγώνες μας.
 

ΤΟ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ ΠΟΥ ΒΙΩΝΟΥΜΕ-ΤΟ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ ΠΟΥ ΟΡΑΜΑΤΙΖΟΜΑΣΤΕ

Στη χώρα μας, παρά τις κατά καιρούς εξαγγελίες, η προσχολική αγωγή δεν αποτελεί αυτονόητο δικαίωμα όλων των παιδιών ενώ όποια μέριμνα έχει κατά καιρούς ληφθεί από το κράτος είναι αποτέλεσμα μακροχρόνιας και σκληρής αντιπαράθεσης των νηπιαγωγών και όλης της εκπαιδευτικής κοινότητας με τις εκάστοτε κυβερνήσεις (ωράριο, πρωινή ζώνη, ολοήμερο νηπιαγωγείο κλπ). Παρόλα αυτά, το νηπιαγωγείο που «βιώνουμε» απέχει ακόμα πάρα πολύ από το «νηπιαγωγείο που οραματιζόμαστε».  Το κείμενο έχει σκοπό να παρουσιάσει τα χαρακτηριστικά του νηπιαγωγείου όπως το βιώνουμε σήμερα και να τα αντιπαραβάλει με το νηπιαγωγείο όπως το οραματιζόμαστε. Προκειμένου να είναι πιο εύκολη η παρουσίαση των θεμάτων έχει χωριστεί σε 3 ενότητες με τίτλους

  1. Πρόσβαση στην προσχολική εκπαίδευση
  2. Χώρος και υλικοτεχνική υποδομή
  3. Εκπαιδευτικό πρόγραμμα, θέματα υποστήριξης εκπαιδευτικών, μαθητών, οικογενειών

 

 

ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

 

Τα δεδομένα από πολυάριθμες μελέτες σε παγκόσμιο επίπεδο υποστηρίζουν ότι η συνολική ανάπτυξη αλλά και η καλλιέργεια θετικής στάσης απέναντι στην εκπαίδευση ευνοείται από τη φοίτηση στο νηπιαγωγείο, για όλα τα νήπια. Μάλιστα φαίνεται ότι όσο περισσότερο διαρκεί η προσχολική αγωγή τόσο πιο θετικά είναι τα αποτελέσματά της τόσο σε βραχυπρόθεσμο (ως προς την προσαρμογή στο σχολείο) όσο και μακροπρόθεσμο επίπεδο (ως προς τη στάση των παιδιών απέναντι στην εκπαίδευση και την εκπαιδευτική τους πορεία). Η δίχρονη προσχολική αγωγή εξασφαλίζει στο παιδί συνέχεια ως προς το εκπαιδευτικό πρόγραμμα, το χώρο και τα πρόσωπα και δίνει στους εκπαιδευτικούς τον απαραίτητο χρόνο για να ασχοληθούν με θέματα που σχετίζονται με παρεμβάσεις  πρόληψης.

Ειδικά για παιδιά που προέρχονται από περιβάλλον που δυσκολεύεται να τους προσφέρει την απαραίτητη υποστήριξη ή αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην ανάπτυξή τους, η παρακολούθηση ποιοτικών προγραμμάτων προσχολικής εκπαίδευσης μπορεί να προσφέρει ευκαιρίες για μάθηση και καλλιέργεια δεξιοτήτων και να συμβάλει στην ετοιμότητα για το δημοτικό σχολείο. Σε αυτή την κατεύθυνση, το νηπιαγωγείο,   εκτός από τις κοινωνικές ανάγκες που εξυπηρετεί, παρέχει περισσότερες ευκαιρίες για μάθηση και εξατομικευμένες παρεμβάσεις και ενισχύει τον αντισταθμιστικό ρόλο της προσχολικής εκπαίδευσης.

Με τα παραπάνω ως δεδομένα, γίνεται αισθητή η ανάγκη να δοθεί υψηλή προτεραιότητα στη διετή προσχολική φοίτηση, φροντίζοντας παράλληλα τους τρόπους με τους οποίους θα μπορέσει η πολιτεία να εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις φοίτησης όλων των νηπίων.

Οι αγώνες της εκπαιδευτικής κοινότητας, με αποκορύφωμα τη μεγάλη απεργία των εκπαιδευτικών το 2006, είχαν ως αποτέλεσμα τη θέσπιση του ενός έτους υποχρεωτικής προσχολικής εκπαίδευσης για όλα τα παιδιά (Ν. 3518/2006). Ωστόσο, πάγιο αίτημα των νηπιαγωγών και όλης της εκπαιδευτικής κοινότητας είναι η θέσπιση της ΔΙΧΡΟΝΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ στα πλαίσια του ενιαίου δεκατετράχρονου εκπαιδευτικού σχεδιασμού (δίχρονη υποχρεωτική δημόσια δωρεάν προσχολική αγωγή και ενιαίο δημόσιο δωρεάν δωδεκάχρονο σχολείο). Το δίκαιο του αιτήματος έχει κατά καιρούς αναγνωριστεί από τους εκπροσώπους της Πολιτείας με τον υπουργό παιδείας της παρούσας κυβέρνησης να το περιλαμβάνει στις πρόσφατες δηλώσεις του. Ωστόσο οι εξαγγελίες μένουν μόνο στα λόγια…

Στην παρούσα φάση, πάντως, η εικόνα του νηπιαγωγείου που βιώνουμε είναι απογοητευτική:

  • Είναι ένα νηπιαγωγείο στο οποίο δεν έχει πρόσβαση ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού στον οποίο απευθύνεται. Τα προνήπια είναι σχεδόν αποκλεισμένα από τη δημόσια εκπαίδευση. Η προσβασιμότητα των παιδιών αυτής της ηλικίας σε δομές προσχολικής εκπαίδευσης είναι 67% , ποσοστό το οποίο είναι πολύ χαμηλό σε σχέση με την Ευρώπη όπου το ποσοστό  είναι 95%.
  • Η φοίτηση των παιδιών ηλικίας τεσσάρων χρόνων στο νηπιαγωγείο είναι θέμα τύχης ή αποτέλεσμα κληρώσεων. Υπάρχουν, για παράδειγμα:
    • προνήπια που είχαν την τύχη να φοιτήσουν σε νηπιαγωγείο,
    • άλλα που λόγω έλλειψης θέσεων σε νηπιαγωγείο πηγαίνουν αναγκαστικά σε βρεφονηπιακούς σταθμούς- οι οποίοι κάνουν πολύ σημαντικό έργο, αλλά έχουν διακριτό ρόλο από το Νηπιαγωγείο,
    • άλλα που απορροφούνται από ιδιωτικούς παιδικούς σταθμούς (χωρίς πάντα νόμιμες άδειες ή εκπαιδευτικό πρόγραμμα αντίστοιχο του νηπιαγωγείου)
    • ενώ αρκετές χιλιάδες παιδιών δεν φοιτούν καθόλου.
    • Επίσης, ακόμα και νήπια, και παρόλο που η εκπαίδευση τουλάχιστον για αυτά είναι υποχρεωτική, βρίσκονται τελικά τα τελευταία χρόνια εκτός του δημόσιου νηπιαγωγείου εξαιτίας:
      • της καθυστέρησης της στελέχωσης ή η της μη στελέχωσης των νηπιαγωγείων (λόγω της  απουσίας μόνιμων διορισμών έγκαιρης πρόσληψης αναπληρωτών)
      • των λειτουργικών προβλημάτων
      • του μεγάλου αριθμού μαθητών που απαιτεί την καθημερινή μετακίνηση αρκετών παιδιών σε μεγάλες αποστάσεις
      • της αδυναμίας του νηπιαγωγείου να καλύψει τις ιδιαίτερες ανάγκες τους (ολοήμερο πρόγραμμα, ειδική αγωγή).

Η κατάσταση αυτή έχει οδηγήσει πολλές οικογένειες, χωρίς απαραίτητα να έχουν την οικονομική δυνατότητα, με πραγματικές στερήσεις, στην ιδιωτική εκπαίδευση. Σε αυτή την κατεύθυνση σίγουρα έχει συμβάλει και η κατά καιρούς συκοφάντηση της δημόσιας εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών από τα ΜΜΕ και τις κυβερνήσεις αλλά και η εικόνα των νηπιαγωγείων που χωρίς καμία οικονομική στήριξη πρακτικά υπολειτουργούν.

Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται και η διάταξη του άρθρου 35 παρ.1 του κατατεθέντος νομοσχεδίου «Ρυθμίσεις για την έρευνα και άλλες διατάξεις» για τα Νηπιαγωγεία, σύμφωνα με την οποία αλλάζει η οργανικότητα των νηπιαγωγείων και διπλασιάζεται αυθαίρετα ο ελάχιστος αριθμός παιδιών για λειτουργία Νηπιαγωγείου. Ανοίγει έτσι ο δρόμος για αθρόες συγχωνεύσεις και καταργήσεις νηπιαγωγείων. Γι’ αυτό και ο αγώνας για την απόσυρσή της έχει κρίσιμη σημασία.

 

Μέσα σε αυτό το τοπίο, το νηπιαγωγείο που οραματιζόμαστε:

Είναι ένα νηπιαγωγείο για ΟΛΑ τα παιδιά. Ένα νηπιαγωγείο που θα μπορεί να καλύψει τις ανάγκες τους και στο οποίο θα είναι χαρούμενα να φοιτούν. Για αυτό αποτελεί άμεση και επιτακτική η ανάγκη η εξασφάλιση του δικαιώματος για δίχρονη, δημόσια και δωρεάν, υποχρεωτική ποιοτική προσχολική αγωγή για ΟΛΑ τα παιδιά 4-6 ετών:

  • σε χώρους οι οποίοι θα ανταποκρίνονται στις βιολογικές και εκπαιδευτικές ανάγκες τους
  • με μαζικούς διορισμούς νηπιαγωγών και μόνιμο εκπαιδευτικό προσωπικό και βοηθητικό προσωπικό (καθαριότητας, τραπεζοκόμους, σχολικούς νοσηλευτές, σχολικούς φύλακες) και ειδική μέριμνα για την προσωρινή αντικατάστασή τους όταν προκύπτουν έκτακτες ανάγκες (π.χ. ασθένεια)
  • σε ολοήμερα τμήματα με την κατάλληλη υποδομή και ειδικά στελεχωμένα τμήματα ένταξης
  • με σίτιση και δωρεάν μεταφορά των παιδιών στο σχολείο
  • με θεσμοθέτηση του διδακτικού ωραρίου των νηπιαγωγών στη βάση του αντίστοιχου ωραρίου όλων των εκπαιδευτικών (45λεπτες διδακτικές ώρες, μείωση ανάλογα με τα έτη υπηρεσίας, εξομοίωση όλων με το ωράριο της β/θμιας)

 

Στο πλαίσιο αυτό, υπάρχει άμεση η ανάγκη ίδρυσης νέων νηπιαγωγείων ώστε να είναι σε θέση να δεχθούν όλα τα παιδιά καθώς και ο έγκαιρος προγραμματισμός της λειτουργίας τους. Μέσω της μετακίνησης της περιόδου εγγραφών στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου, όπως έχει προτείνει το Συντονιστικό Νηπιαγωγών, μπορεί να επιτευχθεί η έγκαιρη ίδρυση και η στελέχωση των νηπιαγωγείων, η καλύτερη κατανομή των παιδιών σε τμήματα και η έγκαιρη παρέμβαση για παιδιά με πιθανές δυσκολίες. Υπάρχει επίσης η ανάγκη, να εγγράφουμε όλα τα προνήπια που αιτούνται εγγραφή και να διεκδικούμε όλα τα απαραίτητα μέτρα για τη φοίτησή τους στο δημόσιο νηπιαγωγείο (άμεσες προσλήψεις, δημιουργία νέων τμημάτων κλπ.)

 

 

ΧΩΡΟΣ- ΥΛΙΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΥΠΟΔΟΜΗ

 

Ο χώρος και η οργάνωσή του θεωρείται ένας από τους παράγοντες της εκπαιδευτικής διαδικασίας που επηρεάζοντας μαθητές και εκπαιδευτικούς, καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την επιτυχία όλων των δραστηριοτήτων που γίνονται στο νηπιαγωγείο και τη μορφή των εμπειριών που θα αποκτήσουν τα παιδιά. Γι αυτό στα περισσότερα αναλυτικά προγράμματα τονίζεται η παιδαγωγική του σημασία. Ο εξωτερικός χώρος, ειδικά στο νηπιαγωγείο, αποτελεί επέκταση του εσωτερικού και μέρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Εκεί όπου πραγματοποιείται μεγάλος αριθμός δραστηριοτήτων και υλοποιείται μεγάλο μέρος των στόχων του προγράμματος (κινητικές δραστηριότητες, εκπαιδευτικά παιχνίδια, παρατήρηση της φύσης κ.α.).

Το εκπαιδευτικό υλικό, από την άλλη, στο νηπιαγωγείο αποτελεί απαραίτητο εργαλείο για την υλοποίηση των στόχων του προγράμματος καθώς τα νήπια πρέπει να έχουν πολλές ευκαιρίες να χρησιμοποιούν διαφορετικά υλικά, να διερευνούν και να πειραματίζονται.

Έρευνες που έχουν γίνει για την ανάδειξη της σχέσης μεταξύ της οργάνωσης του μαθησιακού περιβάλλοντος (χώρος και εκπαιδευτικό υλικό) και των εμπειριών μάθησης συγκλίνουν στην άποψη ότι παιδιά που βρίσκονται σε σκόπιμα και καλά σχεδιασμένους χώρους επιδεικνύουν μεγαλύτερη συμμετοχή, συνεργασία, εξερευνητική συμπεριφορά & κοινωνική αλληλεπίδραση καθώς και υψηλότερες ικανότητες γλωσσικής ανάπτυξης & γνωστικής ανάπτυξης.

Παρόλα αυτά, σήμερα η εμπειρία μας είναι κυρίως:

  • Νηπιαγωγεία που στεγάζονται σε κτίρια ακατάλληλα και ανεπαρκή για μαθητές αλλά και για εκπαιδευτικούς. Σε υπόγεια, σε καταστήματα και διαμερίσματα πολυκατοικιών. Χωρίς επαρκή φωτισμό, προαύλιο χώρο και κλειστούς χώρους για κινητικές δραστηριότητες, χωρίς επαρκείς χώρους υγιεινής, πυρασφάλεια και αντισεισμικούς ελέγχους. Χώρους που δεν τηρούν σε καμία περίπτωση τις προδιαγραφές του ΟΣΚ ούτε για τα 3τμ ανά μαθητή και δεν είναι προσβάσιμοι σε άτομα με αναπηρίες ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες.
  • Ειδικά για τα ολοήμερα νηπιαγωγεία, τα περισσότερα δεν έχουν κουζίνα, τραπεζαρία και χώρο χαλάρωσης με αποτέλεσμα σε μια αίθουσα να στοιβάζονται παιδιά, στρώματα, σεντόνια, φούρνοι μικροκυμάτων κλπ και είτε να καταργείται η ώρα χαλάρωσης είτε να χάνει το στόχο της.
  • Νηπιαγωγεία χωρίς κατάλληλη υλικοτεχνική υποδομή και επαρκή φωτισμό.
  • Νηπιαγωγεία με μεγάλο αριθμό μαθητών (ακόμα και πάνω από 25), σε αίθουσες μικρές και μη λειτουργικές, οι οποίες ενδείκνυνται και ευνοούν μόνο τη «συγκεντρωτική» διδασκαλία χωρίς να μπορούν να ανταποκριθούν στις διαφορετικές ανάγκες των παιδιών.
  • Νηπιαγωγεία όπου, χωρίς χρηματοδότηση, δεν μπορούν να καλύψουν τα λειτουργικά τους έξοδα και τις ανάγκες σε παιδαγωγικό υλικό (το πλέον απαραίτητο εργαλείο για τη διδασκαλία) με αποτέλεσμα γονείς και εκπαιδευτικοί να καλούνται να συμβάλλουν οικονομικά προκειμένου να εξασφαλίσουν μια στοιχειώδη λειτουργία. Το αποτέλεσμα είναι φυσικά η δημιουργία νηπιαγωγείων πολλών ταχυτήτων, ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα των οικογενειών.

Σε αντίθεση με αυτή την εικόνα, «το νηπιαγωγείο που οραματιζόμαστε» χρειάζεται:

  • Σύγχρονα και ασφαλή κτίρια τα οποία θα μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες φοίτησης όλων των παιδιών (νηπίων – προνηπίων).
  • Τμήματα με αριθμό μέχρι 15 μαθητών ώστε να υπάρχει η δυνατότητα υλοποίησης του παιδαγωγικού προγράμματος
  • Λειτουργία όλων των ολοήμερων νηπιαγωγείων με κουζίνα, τραπεζαρία και χώρο χαλάρωσης, ξεχωριστό από την αίθουσα διδασκαλίας
  • Χώρους λειτουργικούς τόσο ως προς το μέγεθος όσο και ως προς τη διαρρύθμιση οι οποίοι να στοχεύουν στην υποστήριξη της ολόπλευρης ανάπτυξης των παιδιών. Οι εσωτερικοί και εξωτερικοί χώροι πρέπει να ενδείκνυνται για εξατομικευμένη διδασκαλία, δραστηριότητες σε μικρές ή μεγαλύτερες ομάδες, κίνηση ή χαλάρωση. Επιπλέον, πρέπει οι παραπάνω δραστηριότητες να μπορούν να «συνυπάρχουν», να υλοποιούνται δηλαδή ταυτόχρονα, έτσι ώστε να ικανοποιούνται οι διαφορετικές ανάγκες διαφορετικών ομάδων νηπίων.
  • Επαρκές και κατάλληλο, εύχρηστο, ακίνδυνο και ποικίλο παιδαγωγικό υλικό, το οποίο θα προσφέρει στους εκπαιδευτικούς τη δυνατότητα να το χρησιμοποιήσουν με σκοπό την υλοποίηση των στόχων του αναλυτικού προγράμματος και στα παιδιά δυνατότητες για εξερεύνηση και ανακάλυψη.

 

 

 

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ- ΘΕΜΑΤΑ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ, ΜΑΘΗΤΩΝ, ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ

 

Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα που εφαρμόζεται στο νηπιαγωγείο είναι ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων της προσχολικής εκπαίδευσης. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα είναι συνήθως το αποτέλεσμα της προσπάθειας του εκπαιδευτικού να προσαρμόσει όσα ορίζονται από την Πολιτεία για όλους τους μαθητές μέσω του αναλυτικού προγράμματος στα χαρακτηριστικά της ομάδας που αποτελείται από εκείνον, τους μαθητές, τις οικογένειές τους και την κοινότητα.

Προκειμένου λοιπόν, να επιτυγχάνονται τα μέγιστα θετικά αποτελέσματα από την εκπαίδευση πρέπει:

  • σε γενικό επίπεδο, τα προγράμματα να ανταποκρίνονται στις κοινωνικές – λαϊκές ανάγκες, τα πορίσματα της εκπαιδευτικής έρευνας και τους στόχους του εκπαιδευτικού κινήματος όπως κατά καιρούς διαμορφώνονται,
  • ειδικά στο επίπεδο της τάξης, να υπάρχει η δυνατότητα, αξιοποιώντας γνώσεις και δεξιότητες από πολλά επιστημονικά πεδία (όπως η ψυχολογία του παιδιού, η παιδαγωγική επιστήμη, πολλές φορές η λογοθεραπεία κ.α.) το πρόγραμμα να ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες ανάγκες των μαθητών.

 

Το ζητούμενο εδώ είναι αν και κατά πόσο το σύγχρονο νηπιαγωγείο έχει τη δυνατότητα να επιτύχει όσα προαναφέρθηκαν και αν όχι με ποιο τρόπο θα μπορούσε αυτό να πραγματοποιηθεί.

Παρατηρώντας το τοπίο σήμερα:

  • Έχουν περάσει ήδη 15 χρόνια από την έναρξη της εφαρμογής του αναλυτικού προγράμματος του νηπιαγωγείου (ΔΕΠΠΣ), κατά τη διάρκεια των οποίων έχουν συντελεστεί δραματικές αλλαγές στην ελληνική κοινωνία και την εκπαίδευση (κυρίως λόγω της οικονομικής κρίσης και όχι μόνο) αλλά και αλλαγές στα επιστημονικά δεδομένα. Ενώ μεγάλος αριθμός νηπιαγωγών δεν έχει επιμορφωθεί ακόμα στο ισχύον αναλυτικό πρόγραμμα, αυτό ενδέχεται να είναι ήδη παρωχημένο.
  • Επίσης, οι περισσότεροι νηπιαγωγοί λόγω της οικονομικής κατάστασης δεν έχουν τη δυνατότητα πλέον να επιμορφώνονται πάνω σε διάφορα θέματα που έχουν άμεση σχέση με το έργο τους.
  • Οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που βιώνει κάθε οικογένεια έχουν ως αποτέλεσμα την αδυναμία υποστήριξης των παιδιών εκτός του σχολείου, τόσο σε επίπεδο προσφοράς γνώσεων και καλλιέργειας δεξιοτήτων όσο και σε συναισθηματικό επίπεδο.
  • Όσα νηπιαγωγεία λειτουργούν είναι πολυάριθμα (κάποιες φορές ακόμα και με πάνω από 25 μαθητές) και έχουν ελλιπή υλικοτεχνική υποδομή με αποτέλεσμα να είναι σχεδόν αδύνατη η εφαρμογή της εργασίας σε μικρές ομάδες, της βιωματικής διδασκαλίας και της διαφοροποίησης του προγράμματος ανάλογα με τις ανάγκες κάθε μαθητή.
  • Ειδικά για τα παιδιά με αναπηρίες ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, η κατάσταση είναι εξαιρετικά δύσκολη. Πολλές δημόσιες δομές ειδικής αγωγής έχουν κλείσει ενώ η οικονομική κρίση δεν επιτρέπει στις περισσότερες οικογένειες  να υποστηρίξουν τα παιδιά τους με θεραπευτικά προγράμματα εκτός του σχολείου. Η επικράτηση της λογικής της συμπερίληψης με σκοπό τη φοίτηση όλων των παιδιών στο γενικό σχολείο δεν συνοδεύτηκε από την εξασφάλιση της κατάλληλης υποστήριξης σε αυτό (τμήματα ένταξης, παράλληλη στήριξη, βοηθητικό προσωπικό, προσβάσιμοι χώροι και κατάλληλα προγράμματα) με αποτέλεσμα είτε οι γονείς να πληρώνουν υπέρογκα ποσά προκειμένου να φοιτήσει το παιδί τους στο δημόσιο σχολείο (με αμφίβολα αποτελέσματα) είτε να καταφεύγουν σε ιδιωτικά νηπιαγωγεία (όπου συνήθως δεν γίνεται καμία παρέμβαση) είτε να κρατούν τα παιδιά στο σπίτι. Και φυσικά όπου τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι εφικτό, τα παιδιά παραμένουν στο νηπιαγωγείο χωρίς βοήθεια, με τους εκπαιδευτικούς να επωμίζονται την ευθύνη της διαχείρισης των καθημερινών δυσκολιών που προκύπτουν (συγκρούσεις με γονείς, δυσκολία διαχείρισης της τάξης κλπ) και του βάρους της αποτυχίας που πολύ συχνά βιώνουν.

 

Υπό αυτό το πρίσμα, προκειμένου το νηπιαγωγείο να ανταποκρίνεται στις ανάγκες ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ, το «νηπιαγωγείο που οραματιζόμαστε»:

 

  • Πρέπει να μπορεί να χρησιμοποιεί ευέλικτα και σύγχρονα αναλυτικά προγράμματα σπουδών, κατάλληλα για αυτή την ηλικία, τα οποία να έχουν την δυνατότητα να προσαρμόζονται στις αλλαγές και να ανταποκρίνονται στις ιδιαίτερες ανάγκες, τα ενδιαφέροντα και τις ικανότητες των παιδιών. Τα αναλυτικά προγράμματα οφείλουν να έχουν ως στόχο τη  δημιουργία μελλοντικά υπεύθυνων, κριτικά σκεπτόμενων και ενεργών πολιτών οι οποίοι θα αγωνίζονται για τη βελτίωση της κοινωνίας και την καταπολέμηση των ανισοτήτων. Επίσης, τα αναλυτικά προγράμματα οφείλουν να ανανεώνονται τακτικά, ύστερα από κατάλληλη επεξεργασία, με τη συμμετοχή της εκπαιδευτικής κοινότητας.
  • Είναι εξαιρετικά σημαντικό το αναλυτικό πρόγραμμα του νηπιαγωγείου να εντάσσεται στο πλαίσιο του ενιαίου δεκατετράχρονου σχεδιασμού (δίχρονη υποχρεωτική προσχολική αγωγή, ενιαίο δωδεκάχρονο σχολείο). Με αυτό τον τρόπο θα εξασφαλίζεται η ομαλή μετάβαση από το νηπιαγωγείο στο ενιαίο δωδεκάχρονο σχολείο και θα αποφεύγονται τα σημερινά φαινόμενα μαθητών της Α΄ δημοτικού οι οποίοι χρειάζονται μήνες εξοικείωσης με το νέο εκπαιδευτικό πλαίσιο ή νηπιαγωγών και γονέων που προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν αυτή την ασυνέχεια οδηγούνται στη «σχολειοποίηση» του νηπιαγωγείου και την υποβάθμιση των στόχων και της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης.
  • Οφείλει να έχει εκπαιδευτικούς οι οποίοι, μέσα από συνεχή δωρεάν επιμόρφωση (διδασκαλεία, σεμινάρια), με απαλλαγή από τα διδακτικά τους καθήκοντα, να έρχονται σε επαφή με σύγχρονες παιδαγωγικές μεθόδους και πρακτικές και να είναι σε θέση να εφαρμόζουν το αναλυτικό πρόγραμμα, να το κρίνουν και να το αλλάζουν.
  • Πρέπει να έχει σύλλογο διδασκόντων με αναβαθμισμένο ρόλο και παιδαγωγική ελευθερία.
  • Σε αντίθεση με την άποψη των ίσων ευκαιριών, και στη βάση της αρχής της μορφωτικής ισότητας η οποία απαιτεί τη θετική διάκριση υπέρ εκείνων που αντιμετωπίζουν περισσότερες δυσκολίες, το νηπιαγωγείο πρέπει να διαθέτει κατάλληλες υποστηρικτικές δομές. Πρέπει να ιδρυθούν τμήματα ένταξης σε ΟΛΑ τα νηπιαγωγεία έτσι ώστε να παρέχεται υποστήριξη καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς, όποτε τη χρειάζεται το παιδί. Η παράλληλη στήριξη, όπου είναι απαραίτητη, να παρέχεται δωρεάν και εγκαίρως από το κράτος. Επίσης, όπου χρειάζεται, να υπάρχει η δυνατότητα υποστήριξης των παιδιών από εξειδικευμένο προσωπικό (λογοθεραπευτές, εργοθεραπευτές κλπ), δωρεάν, εντός του σχολείου. Το προσωπικό αυτό να λειτουργεί συμβουλευτικά και προς τους εκπαιδευτικούς και τους γονείς.
  • Ο σχεδιασμός, επίσης, πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις διαφορετικές πολιτισμικές αναφορές των μαθητών (Ελλήνων και μεταναστών), να αναδείξει την αξία των καταβολών και των εμπειριών τους και να τις ενσωματώσει στην εκπαιδευτική διαδικασία έτσι ώστε να εξασφαλίσει την ενίσχυση της θετικής κοινωνικής ταυτότητας και της αυτοεκτίμησής τους και την επακόλουθη αλλαγή της στάσης τους απέναντι στο σχολείο.
  • Πρέπει να έχει κατ’ ανώτατο όριο τα 15 παιδιά ανά τμήμα με δυνατότητα περαιτέρω μείωσης ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες έτσι ώστε να μπορούν οι εκπαιδευτικοί να εφαρμόζουν το πρόγραμμα που χρειάζεται στα παιδιά αυτής της ηλικίας.
  • Πρέπει να παρέχει υποστήριξη καθ΄ όλη τη διάρκεια της χρονιάς στους εκπαιδευτικούς από διεπιστημονική ομάδα η οποία θα αντικαταστήσει το μονοπρόσωπο θεσμό του σχολικού συμβούλου. Η ομάδα (ως Ομάδα Υποστήριξης Εκπαιδευτικού Έργου) θα απαρτίζεται από συμβούλους γενικής και ειδικής προσχολικής αγωγής, ψυχολόγο και υπεύθυνο σχολικών δραστηριοτήτων, περιβαλλοντικής αγωγής, αγωγής υγείας, πολιτιστικών θεμάτων κλπ).

 

Σίγουρα η συζήτηση για το νηπιαγωγείο δεν εξαντλείται εδώ. Πρέπει πολλά να ειπωθούν ακόμα και άλλα τόσα να φανταστούμε, με τελικό σκοπό να διαμορφώσουμε το όραμα για ένα σχολείο στο οποίο όλοι οι εμπλεκόμενοι (μαθητές, εκπαιδευτικοί και οικογένειες) θα έχουν τον απαραίτητο χώρο για να αναπτύξουν τις δυνατότητές τους, να εμπλακούν στη μάθηση και να συμβάλουν στην αναβάθμιση της εκπαίδευσης.

 

Το Προεδρείο της ΓΣ

Μαριόλης Δημήτρης

Τρανός Χρήστος